συμπλέκτης

συμπλέκτης
Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με τον αγόμενο άξονα χωρίς να μεταβληθεί η ταχύτητα του περιστρεφόμενου άξονα. Οι διάφοροι τύποι σ., που έχουν ευρεία χρήση στο αυτοκίνητο, εκμεταλλεύονται την τριβή μεταξύ δύο αντιμέτωπων επιφανειών που έχουν καλυφθεί με υλικό εξαιρετικά ανθεκτικό στην τριβή. Στον τύπο μονού δίσκου, ένας χαλύβδινος δίσκος ωθείται, με ελικοειδή ελατήρια, από ένα τύμπανο που είναι στέρεα συνδεμένο μ’ έναν από τους άξονες, επί ενός άλλου τύμπανου συνδεμένου με τον άλλο άξονα· η βαθμιαία ανάπτυξη της σύζευξης πετυχαίνεται από ένα κατάλληλο όργανο, συνήθως με πεντάλ. Όταν χρειάζεται ν’ αυξηθεί η επιφάνεια τριβής, για να μεταδοθούν ροπές μεγαλύτερης έντασης, χρησιμοποιούνται σ. με πολλαπλούς δίσκους. Οι επιφάνειες επαφής είναι δυνατό v’ αποτελούνται από τις παράπλευρες επιφάνειες δύο τμημάτων κώνου (κωνικός σ.), οι οποίες ωθούνται να εισέλθουν η μία στην άλλη. Η δράση του ελατήριου μπορεί σε μερικούς τύπους να αντικατασταθεί από τη δράση ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που παράγεται από ρεύμα καθώς κυκλοφορεί σ’ ένα πηνίο: η δυνατότητα να ρυθμιστεί με ακρίβεια η ένταση του ρεύματος επιτρέπει σ’ αυτόν τον τύπο σ. να κατανείμει ακριβώς τη δύναμη επαφής. Εκτός από το σ. εν ξηρώ, υπάρχουν και υδραυλικοί σ., στους οποίους ο δίσκος τριβής αντικατασταίνεται από ένα περιστρεφόμενο και ισχυρά συμπιεσμένο ρευστό. Οι σ. δι ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής μεταδίνουν την κίνηση μεταφοράς χρησιμοποιώντας ηλεκτρομαγνητική ροή που δρα επί ενός μεταλλικού δίσκου· ο τύπος αυτός δεν έχει όργανα σε επαφή, αλλά παρουσιάζει το μειονέκτημα κάποιας ολίσθησης.
* * *
ο, Ν
1. (μηχανολ.) μηχανισμός που μετατρέπει τη σύνδεση δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων με σκοπό τη μετάδοση τής περιστροφικής κίνησης τού ενός στο άλλο και, αντιστρόφως, την αποσύνδεσή τους όταν επιδιώκεται διακοπή μετάδοσης τής κίνησης, κν. ντεμπραγιάζ, αμπραγιάζ
2. φρ. α) «δίσκος συμπλέκτη»
τεχνολ. κύριο εξάρτημα τού συμπλέκτη από λεπτό χαλύβδινο έλασμα πάνω στο οποίο είναι στερεωμένα φύλλα υλικού με υψηλό συντελεστή τριβής
β) «συμπλέκτες τριβής» — είδη συμπλεκτών στους οποίους γίνεται εκμετάλλευση τής πρόσφυσης δύο κωνικών ή επίπεδων επιφανειών, που πιέζονται η μία πάνω στην άλλη με ορισμένη δύναμη και τής οποίας το πλεονέκτημα συνίσταται στην προοδευτική σύμπλεξη και στη διακοπή μετάδοσης τής κίνησης μόλις η δύναμη υπερβεί ορισμένο όριο
γ) «πλανητικοί συμπλέκτες» — συμπλέκτες που αποτελούνται ουσιαστικά από οδοντωτό τροχό στερεωμένο στην κινητήρια άτρακτο και εμπλεκόμενο σε πλανητικό οδοντωτό τροχό, τού οποίου ο άξονας είναι στερεωμένος σε δίσκο που στρέφεται ελεύθερα πάνω στην κινητήρια άτρακτο
δ) «αυτόματοι συμπλέκτες» — συμπλέκτες τών οποίων ο αυτοματισμός έγκειται όχι στη λειτουργική τους αρχή αλλά στον ηλεκτρομαγνητικό ή με πεπιεσμένο αέρα χειρισμό τους
ε) «υδραυλικοί συμπλέκτες» — συμπλέκτες που χρησιμοποιούν τις κινητικές ιδιότητες ρεύματος ρευστού που κυκλοφορεί μεταξύ δύο πτερυγιοφόρων ημικελυφών στερεωμένων σε συζευγνυόμενες ατράκτους
στ) «οδοντωτοί συμπλέκτες» — συμπλέκτες με δύο στορείς εφοδιασμένους με οδόντες που εμπλέκονται κατά την προσέγγιση τών στορέων εξασφαλίζοντας τη μετάδοση τής κίνησης
ζ) «φυγοκεντρικοί συμπλέκτες» — συσκευές προσαρμοσμένες στην άτρακτο ενός κινητήρα, που προκαλούν αυτόματη σύμπλεξη και αποσύμπλεξη τής κινούμενης ατράκτου μέσω φυγοκεντρικών οργάνων
η) «συμπλέκτες κόνεως» — αυτόματοι συμπλέκτες περιορισμού ροπής, στους οποίους η σύμπλεξη επιτυγχάνεται μέσω γραφιτούχου σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλέκω, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. embrayage (βλ. λ. ντεμπραγιάζ και αμπραγιάζ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπλέκτης — ο εξάρτημα του αυτοκινήτου, αμπραγιάζ: Για να αλλάξεις ταχύτατα, πρέπει να πατήσεις το συμπλέκτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • αμπραγιάζ — το τεχνολ. ο συμπλέκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. embrayage «συμπλέκτης»] …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ντεμπραγιάζ — το άκλ. (αυτοκ.) 1. απεμπλοκή 2. συμπλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. debrayage < γαλλ. debrayer «αποσυνδέω» < des «από» + embrayer «συνδέω τον κινητήρα τής μηχανής με τα διάφορα μέρη της»] …   Dictionary of Greek

  • ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”